Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

ΡΙΤΣΟΣ

Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε.
Κι ούτε που ξέραμε καθόλου
Τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν.
Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν.
Απ’ το παράθυρο είδαμε τους μουσικούς·
Πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο
Εχοντας στους ώμους τους
Τεράστια χάλκινα όργανα.
Μείνε, λοιπόν, εδώ,
Κάπνισε το τσιγάρο σου
Μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη ησυχία
Μέσα σ’ αυτό το θαύμα-τίποτα.
Κωφάλαλα τ’ αγάλματα.
Κωφάλαλα και τα ποιήματα. Νύχτωσε.

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

ΙΣΩΣ ΝΑ 'ΝΑΙ ΚΙ ΕΤΣΙ

 ΟΣΟ ΠΕΡΝΑΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΤΟΣΟ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΓΝΩΣΤΟΙ ΜΑΣ απομακρύνονται ο ένας απ' τον άλλον. Οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους -σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες μαραίνονται. ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΕΙΝΑΙ ΠΩΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ, ΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥΣ, οι άνθρωποι μοιάζουν περισσότερο (ακόμη και στα κοστούμια τους και στη χτενισιά τους), σαν να καταργηθήκανε οι διαφορές τους, κι όμως τώρα ακριβώς νιώθεις πως οι διαφορές τους αυξήθηκαν, κι όλοι τους χωρισμένοι με διαδοχικά κάθετα στρώματα τυπικότητας κι ευγενικής ψυχρότητας. ΟΠΩΣ ΑΛΛΩΣΤΕ ΚΑΙ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ. Οι όμορφες εκείνες μονοκατοικίες με τις γύψινες γιρλάντες, με τους καπνοδόχους, τ’ ανθέμια, τους κήπους, τα πηγάδια, καθεμιά τους με το δικό της γούστο, τη δική της φυσιογνωμία, απορία ή και αδεξιότητα, δόθηκαν με αντιπαροχή κι υψώθηκαν τα πολυώροφα, μονότονα, απρόσωπα, τσιμεντένια κουτιά, κρύβοντας τον Παρθενώνα, τον Αϊ-Γιώργη του Λυκαβηττού, σφαγιάζοντας τα δεντράκια μας, πιπεριές, μουριές, γαζίες, τις παιδικές μας αναμνήσεις, τους χαρταϊτούς, τα σκοινιά της μπουγάδας, τ’ αστέρια, τις ξυπόλητες ποδοσφαιρικές ομάδες, τις βραδινές κουβεντούλες από παράθυρο σε παράθυρο, από αυλή σε αυλή με τις μυρωδιές του βασιλικού και του δυόσμου, με τον μητρικό νουθετικό ουρανό, με το φεγγαράκι μια φέτα δροσερό… Ω, ΠΑΝΕ, ΠΑΝΕ ΚΑΙ ΤΑ ΠΛΑΝΟΔΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ, παγοπώλες, γιαουρτάδες, γαλατάδες, ομπρελάδες, γανωτζήδες, παπλωματάδες, τροχιστές, καρεκλάδες, ιχθυοπώλες, μανάβηδες με τα γαϊδουράκια τους ή τα χειραμάξια τους και μοσκοβόλαγαν οι γειτονιές ροδάκινα, ντομάτες, αχλάδια και τριαντάφυλλα κι οι κότες κακάριζαν θριαμβευτικά, δοξάζοντας κάτι άγνωστο και οικείο, λευκό και σφαιρικό κι αδιαμφισβήτητο, κι ούτε χρειάζονταν καν ξυπνητήρια ή ρολόγια, γιατί, απ’ τη μια τ’ αστέρια, απ’ την άλλη τα κοκόρια, είχαν αναλάβει τη χρονική και μετεωρολογική μας ενημέρωση, με ακρίβεια και με κάποια εύθυμη πονηρία, κάπως διφορούμενη. ΚΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΡΙΜΩΧΤΗΚΑΝΕ ΦΑΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΦΑΜΙΛΙΕΣ μέσα σε τούτα τα κουτιά, κοντά κοντά, πλάι πλάι, κι ούτε γνωρίζονται κι ούτε βλέπονται ούτε χαιρετιούνται, κι αντίς για δέντρα έχουν κεραίες τηλεοράσεων, και μονάχα οι ολόσωμοι καθρέφτες των ασανσέρ κάτι κρατούν από μνήμες ερωτικών δωματίων… ΚΙ ΟΧΙ ΝΑ ΠΕΙΣ ΠΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ -λόγια, άλλο τίποτα, άφθονα λόγια-, μα δε συνομιλούν, δε λένε τίποτα δικό τους, προσωπικό, ιδιωτικό, ιδιαίτερο (και γι’ αυτό καθολικό), μόνο λόγια, ξένα, μηχανικά, δημοσιογραφικά, γενικού ενδιαφέροντος, μεγάλοι τίτλοι εφημερίδων, γιατί, πράγματι, ξεφυλλίζουν πολλές εφημερίδες διαβάζοντας μόνον τα κεφαλαία γράμματα και τα εγκλήματα και τις αυτοκτονίες, ακούν επίσης τις ειδήσεις των 9 ή και των 12 απ’ την τηλεόραση (έγχρωμη τώρα) -άνθρωποι επαρκώς ενημερωμένοι, πολύ παρόντες (εδώ και σήμερα), κι εντελώς απόντες απ’ τον εαυτό τους, απ’ το παρελθόν τους, το μέλλον τους και, φυσικά, απ’ το παρόν τους, μακριά απ’ τους άλλους… Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιάννη Ρίτσου, Ίσως Να ’Ναι κι Έτσι, εκδ. Κέδρος

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Καθαρή διάφανη μέρα.

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί

με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά.

Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά,

κάτω από το παράθυρο.

Σου ’ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν

την ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις

τη θέση στον τάφο που σου ανήκει.


                              ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

ΠΑΡΑΝΟΗΣΗ

Χρειάστηκαν 33 χρόνια κι ένας Γολγοθάς,

για να καταλάβω ότι δεν είμαι ο Ιησούς.

Ο σταυρός είμαι.

Εξ ου και δεν συμμετέχω στην Ανάσταση.


AΓΓΕΛΑ ΓΑΒΡΙΛΗ


Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2021

Κυριακή των Βαΐων

«όχλος πολύς…έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ»


ένα φεγγάρι χλωμό, σχεδόν χολερικό

πάνω απ' την πόλη φέρνει τις βόλτες του

είναι πανσέληνος, δηλώνει στην ταυτότητα

αλλά δεν μας ξεγελά, προδομένη γυναίκα είναι

που στη νύχτα σέρνει τις αμαρτίες κάποιου παλιού εραστή

υψώνεται πάνω απ' τα ερειπωμένα νεοκλασικά της Νεάρχου

φωτίζει τα βάθη της θάλασσας στο Κουμ Καπί

στο θολωμένο μας μυαλό δίνει ελπίδα

κι ύστερα τρέχει να κρυφτεί πίσω απ' τις γκρίζες πολυκατοικίες

της μίζερης επαρχίας, ξημερώνει

πίσω στο σπίτι θα βάλει ένα ποτό, θα φτιάξει ένα γλυκό

με τη γάτα της θα χωθεί στα σεντόνια, κρυώνει

ανοίγει τα παλιά βιβλία της, βάζει μουσική

Κυριακή των Βαΐων σήμερα αλλά τίποτα δεν έχει αλλάξει

όπως πάντα, τον Ιησού θα υποδεχτούν στα Ιεροσόλυμα

οι άρχοντες και ο λαός, σαν βασιλιά και σαν σωτήρα

για να σταυρώσουν αύριο σαν αλήτη και ληστή

βλέπεις, οι Ιούδες είχαν πάντα πέραση

το φιλί τους, καυτό, υπέροχο και ηδονικό

καθυστερεί την Ανάσταση

τόσο, όσο χρειάζεται για να μας ξαναπροδώσουν. 


                                             Ειρηναίος Μαράκης


Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

«Ἡ ἐπωνυμία τοῦ πένθους»

Τίποτα δὲν ἀγγίζει τὶς ἀπριλιάτικες βιολέτες,

τίποτα: μονάχα ὁ ἀκάνθινος Ἰησοῦς.


Ν.Καρούζος. «Ἡ ἐπωνυμία τοῦ πένθους»

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

ΥΠΕΡΕΧΩ

Γεννιέσαι καὶ μπαίνεις μέσ’ στὸ αἴνιγμα

πεθαίνεις καὶ τ’ ἀφήνεις ἀνέπαφο.

Τί ἄλλο νὰ προσθέσω πιὰ στὴ δύναμη τοῦ ἔαρος;

Πλήρης ἀπὸ ἔλλειψη νοήματος

ὑπερέχω.

                                       ΚΑΡΟΥΖΟΣ

«Διαλεκτικὴ τοῦ ἔαρος»

 Χριστὸς ἡ ὀρθὴ γωνία· Χριστὸς τὸ πυθαγόρειο

θεώρημα

Χριστὸς ὁ ἀπειροστικὸς λογισμός ἄνωθεν ὄλβια

Χριστὸς τὰ Σύνολα.

Χριστὸς ἡ ψηφιδογραφία στὰ μαζικὰ σωμάτια

Χριστὸς ἡ μάζα μηδέν.


«Διαλεκτικὴ τοῦ ἔαρος»ΚΑΡΟΥΖΟΣ 

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

ΜΕ ΤΙ ΒΙΑΣΥΝΗ

Μὲ τί βιασύνη προχωρεῖ ὁ Ἰησοῦς

ἐφέτος

πρὸς τὴν Ἀνάσταση…

Παραμερίζει πανέρια τεράστια

γιομάτα βιολέτες

σπρώχνει τοὺς ἀέναους

παπάδες

τινάζει νευρικὰ πρὸς τὰ πίσω

τὴ μαλλούρα του

τὸ γεγονὸς εἶν’ ὁλοφάνερο:

βαρέθηκε


ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ