Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Ο γέγονε γέγονε (απόσπασμα)

1

Έφτασα ως τα Χριστούγεννα με άδεια τσέπη

Ο εκδότης για το βιβλίο μου ν’ απαντήσει πρέπει.

Το ημερολόγιο της Μόσχας στο να μιμηθεί το Κοράνι ρέπει.

Μουσαφίρης να πάω πουθενά δεν μπορώ,

ούτε σε φίλο που ‘ναι όλο κλαψιάρικα παιδιά τριγυρισμένος

ούτε σε οικογένεια ούτε σε κοπελίτσα γνωστή ο καημένος.

Παντού να έχεις λεφτά είσαι υποχρεωμένος.

Κάθομαι στην καρέκλα και τρέμω από θυμό.

2

Αχ καταραμένο επάγγελμα του ποιητή.

Το τηλέφωνο σιωπά, έπεται δίαιτα αυστηρή.

Ίσως από το συνδικάτο κάτι βγει,

αλλ’ αυτό είναι σαν να τα παίρνεις από μια κυρία.

Το να χάσεις την ανεξαρτησία σου είναι πολύ πιο σοβαρό

από την αθωότητα να χάσεις. Απ’ έξω βέβαια εγώ

υποθέτω θα είναι ευχάριστο να ονειρεύεσαι το γαμπρό,

ευχάριστο να έρχεσαι σε «γάμου κοινωνία».

[Γιόζεφ Μπρόντσκι, Τα ποιήματα της Θείας Γέννησης, μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ]


“ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ” (1962)

Πήρεν η Σίβυλλα φωτιά,
μου προείπε τί μου είναι γραφτά.
Μαυρίλα πόπεφτε απ’ τα ύψη
άπλωσε γύρω γύρω θλίψη.
Χαρούμενον, με κύκλωνε όμως
ο μεταφυσικός ο τρόμος,
και λίγο λίγο, λίγο λίγο,
ευρύτατο ένα χάος ξανοίγω,
που ούτε να βλέπω ή να θυμούμαι
ή να ονειρεύομαι ως κοιμούμαι
δεν θέλω πλέον, τόσο μου δίδει
φαρμάκι το ανοιχτίρμον φίδι
του Μέλλοντος, που μαρτυριέται
στο σκότος, που ως αστράφτει σβηέται.


«Μάταια χαράς ζητάς πηγάδι,
όαση μικρή σε άπειρον Άδη
που περιφέρνεσαι, Άδη αμμώδη,
που κάθε βήμα και το πόδι
βουλιάζει πιότερο ώς το γόνα
φέρνοντας κούρασες γι’ αρρεβώνα
του Μέλλοντος που σ’ απαντέχει,
όταν το σώμα δεν αντέχει.
Λίγης βροχής η οπτασία,
δυο τρεις σταγόνες ευλογία,
καινούργιο Βάφτισμα θα σου ήτο,
ελπίδες χίλιες θα σου διηγείτο.
Αλλ’ ενού Ήλιου η περιφορά,
διαρκής, ξεραίνει τη χαρά».


Τί κι’ αν το Βρέφος εγεννήθη
απόψε, ο Θεός μέσα στα πλήθη,
κι’ ο ουρανός αναγαλλιάζει
με μελωδίες αγγελικές·
της Βηθλεέμ τί κι’ αν γιορτάζει
μιαν ερημιά με τ’ άλογά της,
τις στάνες, τα βόδια, τ’ αρνιά της
και τις ποιμενικές χαρές;
Για μένα στήθηκε προχείρως
“Τόπος Κρανίου”. Ένας γύρος
σταυροί με ζώσανε, να εκλέξω
τον πιο αλαφρό και νάβγω έξω,
να με κρεμάσουν Ιουδαίες
άνομες, οι Έγνοιες φρικαλέες.


Πήρεν η Σίβυλλα φωτιά,
μου προείπε τί μου είναι γραφτά.
Μου προείπε πώς θα με δροσίσει
μονάχα των δακρύων η βρύση:
στη μοναξιά θαρθούν, θα τρέχουν,
το πρόσωπο να περιβρέχουν
με την παθητικιά λαχτάρα
της Αγάπης. Με τη λαχτάρα
τη μητρική που φλέγει τη όλη
η συγκλόνιση, η πολλή συμπόνια
και δείχνει ολόανθο το περβόλι
της παρηγόριας, με πλεγμένα κλώνια
ελπίδας, πίστης και λατρείας,
τους τρεις κισσούς μονώσεως αιωνίας.


Μου είπεν η Σίβυλλα, «Συλλογίσου
το ποτάμι που ρέει του Παραδείσου
με φλοίσβο εωθινό. Σκέψου το αηδόνι,
να κελαηδά παθητικά τη μόνη
γοητεία, πρωί πρωί, που δίνει
η Αυγή με τη σιγή και τη γαλήνη.
Το Φεγγάρι, που χλωμαίνει, που χλωμαίνει,
αλλά, με όλον τον Ήλιο, παραμένει
και φαίνεται σαν νέφος. Το αεράκι,
που σκορπίζει της αχλύος τα ράκη.
Το ποταμόπλοιο τέλος με τριπλοανοιχτά
τα ολόλευκα λαμπρά πανιά,
που, σιγανό αλλ’ ασφαλές, δεν παύει
να πλέει προς σένα, να σε παραλάβει».