Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

«Αν θες το φως, βρες και άνοιξε τα χαμένα παράθυρα»

«Ανάγκη σκιαμαχείν απολογούμενον» (Πλάτωνας, «Απολογία Σωκράτους»)
Όταν μιλάς, απολογείσαι σε ίσκιους.
Δεν είναι ο ήχος που ακούς όταν σπας το κενό συναρμόττοντας φθόγγους και λέξεις.
Είναι που κάθε σου μέρα οφείλει – αν θέλει να λέγεται μέρα – να σκεπάσει τη νύχτα.

Δεν διώχνεις το σκοτάδι σιωπηλά γιατί η νύχτα είναι η απόρθητη σιωπή.
Νύχτα είναι το μαχαίρι που καρφώνεται στην πλάτη του χρώματος.
Όταν μιλάς, απολογείσαι σε ίσκιους.

Είσαι σε ένα σπίτι με τα μάτια κλειστά και τις κουρτίνες μπροστά στα παράθυρα.
Το σκοτάδι σε φοβίζει. Και όμως δεν θα το διώξεις, αν δεν το αντικρίσεις κατάματα.
Δεν αρκεί να διαβάζεις με ένα μικροσκοπικό φακό βυθισμένος στη σιωπή.
Ένα σπίρτο δεν φέρνει το ξημέρωμα.
Αν θες το φως, βρες και άνοιξε τα χαμένα παράθυρα.
Να ξέρεις ότι έχεις μπροστά σου ατέλειωτους ίσκιους που σε ειρωνεύονται.
Μαχαίρωσε τη νύχτα, δέσε τους ίσκιους. Δεν θα μπορέσεις. Ακούς από τώρα το γέλιο τους.
Δεν θα διώξεις τα φαντάσματα απειλώντας τα.
Αν θες το φως, βρες και άνοιξε τα χαμένα παράθυρα.

Είσαι σε ένα σπίτι με χιλιάδες παράθυρα και τη νύχτα ανεβασμένη στο θρόνο της.
Αν θες το φως, άνοιξε τα παράθυρα.
Και από κάθε σχισμή, φαίνονται ακτίνες συμπαραστάτες σου.
Και κάθε ακτίνα είναι λιοντάρι κομμένο από τον θρόνο της νύχτας.
Αν θες το φως, ψάξε το δρόμο που φεύγει από σένα και πηγαίνει στον άλλον,
Και από τον άλλον σε άλλον και έτσι κάποτε γυρνάει σε σένα.
Και τότε δεν είσαι μόνος σου αλλά μαζί με πολλούς.

Αν θες το φως, βρες και άνοιξε τα χαμένα παράθυρα.
Πολλά χέρια θα ανοίξουν πιο γρήγορα τα παράθυρα.
Πολλά χέρια θα φέρουν περισσότερες ακτίνες.
Και όσο ανοίγουν παράθυρα, τόσο προχωρά ο δρόμος που άρχισες,
Και ανοίγει το πέρασμα για να ανέβει ο ήλιος.
Και είσαι πια σε ένα σπίτι με χιλιάδες ανοιγμένα παράθυρα να καλωσορίζουν τον ήλιο.
Και η μέρα που ξυπνά βγάζει τις αλυσίδες της ,
και τις φορά στα σκυλιά της Εκάτης.
                                              ΧΡ.ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ

ΕΞΗΜΕΡΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΦΩΣ

Το στόμα μου ανοίγει στο ύψος της πείνας του
να εξημερώσει το φως.
Άλλες φορές χάσκει σαν ανοικτό παράθυρο
έτοιμο να στροβιλίσει εντός του
όλες τις φωτεινές διαθλάσεις των ωρών·
άλλοτε σαν κλειστό ευαγγέλιο
δέχεται τις αχτίδες του ήλιου
μόνο απ’ τις χαραμάδες του σελιδοδείκτη.
Παλεύω, όσο θυμάμαι, να εξημερώσω το φως.
Το φως που τυφλώνει τα χέρια μας
και ψαύουν ξένα σώματα
-αυτό είναι η αγάπη, λένε-.
Το φως που αφυπνίζει τις αισθήσεις μας
και σκάβουν την αλήθεια
-ποια αλήθεια διάολε; Πρώτη φορά ζούμε όλοι-.
Το φως που προοικονομεί με τις σκιές
την πορεία των σωμάτων
-πεθαίνουν και οι αγαπημένοι μας μαμά;-
Παλεύω, όσο θυμάμαι, να εξημερώσω το φως.
Οι ανθισμένες ρεκλάμες στους δρόμους
δεν λένε να ησυχάσουν τα βράδια·
μου υπενθυμίζουν το ετερόφωτό μας
θυμίζουν εσένα.
Είναι κι αυτή η αρχή του Ήρωνα:
«το φως διαδιδόμενο από ένα σημείο σε άλλο
ακολουθεί τη συντομότερη οδό»
που σφίγγει σαν θηλιά το λαιμό μου
για όλα εκείνα τα «σ’ αγαπώ» που έθαψα
κάτω από τόνους περιγραφών
για όλες τις «συγγνώμες» που ταξίδεψα
μέσα από βουνά και λαγκαδιές επιχειρημάτων.
Παλεύω, όσο θυμάμαι, να εξημερώσω το φως.
Κι όμως παιδί, έπιανα απ’ τις φτερούγες του τον ήλιο
και τον βασάνιζα
πάνω κάτω
πάνω κάτω
Κι ύστερα σφυρίζοντας αδιάφορα τον ελευθέρωνα
ζαλισμένο
-πού να ‘ξερα πόσο θα μου κόστιζε σήμερα μια μονάχα του
ηλιαχτίδα-.
Μα ούτε και τότε κατάφερα να τον τιθασεύσω
ολοκληρωτικά.
Γλιστρούσαν οι αχτίδες από τα δάχτυλά μου
όπως εγώ απ’ την αγκαλιά του πατέρα
και κυλούσαν στο χώμα, σκόρπιζαν στον αέρα.
Αχ! Αν είχα μαζέψει έστω αυτό το σπαταλημένο φως
αν είχα δεχτεί εκείνα τα χαμένα φιλιά
τώρα θα ήμουν ένας πλούσιος αστός.
Με δικό του κήπο και με περισσά χάδια.
Παλεύω, όσο θυμάμαι, να εξημερώσω το φως.

Ύστερα ήρθαν μέρες που οι καύτρες των τσιγάρων
σημάδευαν ανθρώπους,
νύχτες που τα φώτα των φορτηγών
ούρλιαζαν σαν ανακριτικοί προβολείς
ΑΝ ΔΕΝ ΣΤΡΙΨΕΙΣ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ
χρόνια που ανατράφηκαν στο φως της λάμπας
να γίνουν κάποια μέρα πυγολαμπίδες
-κι ας τα ’θελες μύγες απλά μύγες στα ρουθούνια της ζωής-.
Ύστερα είδα κορμιά να λαμπαδιάζουν στο κέντρο
μιας πλατείας
ανθρακωρύχα μάτια να ζουν εξήντα εννιά νύχτες
δίχως χρώματα
αθώα πρόσωπα με φωταγωγημένες τις πιο σκοτεινές γωνιές των φόβων
τους
γέρικα χέρια χλωμά να ανεμίζουν τα λυχνάρια της ήττας τους.
Παλεύω, όσο θυμάμαι, να εξημερώσω το φως.
Κι έπειτα ήρθε και ο θάνατος σαν μια ανοιξιάτικη μέρα
στο πάρκο·
η διπλανή κούνια επέστρεψε χωρίς τον αναβάτη της.
Ύστερα κι άλλη κούνια κι άλλη κούνια κι άλλη κούνια.
Όλες άδεια καθίσματα
σώματα χαμένα στη χοάνη του φωτός.
Κι έπειτα ο σφυγμός ξανά.
Παιδικά γέλια και φώτα να εκτοξεύονται σαν από πίδακα
ή από το σπασμένο σωλήνα του δρόμου
κι εσύ με τρύπια χέρια να κρύβεις τη χαρά σου
να προσπαθείς να α ν τ έ ξ ε ι ς τη χαρά σου.
Τροχιές αστεριών οι φίλοι, συγκλίνουσα δέσμη φωτός το σπέρμα, γαιόφως η έμπνευση,
όλα στη ζωή μου φωτεινά.
Παλεύω, όσο θυμάμαι, να εξημερώσω το φως.
«Και το σκοτάδι;». Με ρωτάς.
«Δεν ανασαίνει το σκοτάδι;»
«Δεν αγριεύεις στο σκοτάδι;»
Όχι, δεν γνώρισα σκοτάδι.
Όσο οι μνήμες μου φωσφορίζουν
δεν ξέρω από σκοτάδι.
Μονάχα να μη ξεπεράσω την ταχύτητα
του φωτός
φοβάμαι.
Ναι, αυτό φοβάμαι.
Να μη ξεχάσω οτι ζω
Να μη ξεχάσω ότι
παλεύω, όσο θυμάμαι, να εξημερωθώ
στο φως.

Σπύρος Αραβανής, «Εξημερώνοντας το φως»

Στον Γιάννη Ρίτσο
(Από το βιβλίο: «Ιστορία ενός Ανθρώπου», εκδ. Μετρονόμος 2011)