Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΜΟΝΟΣ

«Ο μόνος μόνος περπατά
και μοναχός κοιμάται
για δυο πονάει κι αγαπά
για τέσσερις θυμάται





Ο μόνος μόνος του κερνά
και πίνει στην υγειά του
σαν δυο πλαγιάζει και ξυπνά
στην άδεια αγκαλιά του

Ο μόνος μόνος δεν μπορεί
και άλλον δεν αντέχει
ο πόνος του οπλοφορεί
και άδεια δεν έχει

Ο μόνος μόνος του μιλά
και μοναχός δειπνάει
τη νύχτα ψάχνει για δουλειά
τη μέρα ξενυχτάει»

                                       Μιχάλης Γκανάς

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ





Αρρώστησα από μοναξιά μητέρα,
αρρώστησα από το κρύο φως των αστεριών
που εισβάλλει κάθε νύχτα μες στο αίμα μου
κι αρχίζω να πετώ,
πετώ χωρίς ελπίδα
βλέπω τα σπίτια ολοσκότεινα, κλειστά
και τον αγαπημένο να κοιμάται μαγεμένος
βλέπω ζητιάνους στα πάρκα
να φεγγίζουνε
σαν πλάσματα από φώσφορο
ψηλά στα δέντρα τις τρέσες του κακού
και στους νερόλακκους διαμάντια.
Δεν έχω πού να πάω, μητέρα,
το σπίτι, το πηγάδι και τον κήπο
τα σήκωσε ένας στρόβιλος από φωνές
τα πήρε ένας χειμώνας στοιχειωμένος
και τα σκόρπισε
πέρα απ’ τους χάρτες
στους πάγους των δακρύων.

Αρρώστησα από μοναξιά, μητέρα
έβγαλα ράμφος
εκεί που ήταν παλιά η πληγή του στόματος
έβγαλα απαίσια φτερά από μεμβράνη
δηλητηριώδη αγκάθια γύρω από τα δάχτυλα
τρέμω από πυρετό τις νύχτες στο ταβάνι
και πνίγω ό, τι αγαπώ
                                    
                                  Κατερίνα Καριζώνη

Το όνειρο του Φασουλή




Θα γλιστρήσω έξω μπροστά στην αυλαία,
προσέχοντας πολύ να μην μπερδέψω τα σκοινιά μου
καθώς θα πέφτω
θα χτυπήσω τα κουδουνάκια μου (χαρούμενα)
θα βγάλω το καπέλο μου
και πριν ο κουκλοπαίκτης καταλάβει τι συμβαίνει
θα μιλήσω με τη δική μου φωνή,
ξέρετε,
τη δική μου φωνή,
που θα βγαίνει από το δικό μου κεφάλι
για πρώτη και τελευταία φορά,
γιατί μετά θα με βάλουν πάλι πίσω στο κουτί,
τυλιγμένο σε λεπτό χαρτί.
Θα πω αυτό που ήθελα να πω
μιαν ολόκληρη ξύλινη αιωνιότητα.
Θα το πω, όσο γελοία
κι αν ηχήσει η φωνίτσα μου, όσο τσιριχτή.
Θα πω το πιο σημαντικό, το πιο σοβαρό πράγμα,
Θα πω το ρόλο μου…
Μπορεί να ακουστεί.
Μπορεί κάποιος να τον προσέξει.
Μπορεί να μην γελάσουν.
Μπορεί να πιάσει στα παιδιά
και να ενοχλήσει τους μεγάλους.
Μπορεί ν’ αλλάξει τα χρώματα στο σκηνικό.
Μπορεί να σκευρώσει το κοντραπλακέ
και τις σκιές των προβολέων. Μπορεί ν’ ανατρέψει
τον νόμο της σχετικότητας.
Θα πω…Καλησπέρα σας παιδιά, τώρα που είμαστε μαζί
πείτε γεια σου και χαρά σου στον καλό σας Φασουλή!



MIROSLAV HOLUB (1923-1998)

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Προσωπικό

Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως, σαν καθετί που ανασαίνει.

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ‘μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.





Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ‘ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δε μπορώ
να γίνω κάτι απ’ όλα αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

Μιχάλης Γκανάς

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Αφήγηση















Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα

Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες
Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν

Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία

Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε
Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή

Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ

Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Μέχρι Θανάτου















Δεν πρόφτασα να ζήσω 
Αλλά τουλάχιστον

Θα προλάβω να πεθάνω ζωντανός 
Όχι νεκρός

Πάντα μπορούσα
Να ξεχωρίζω


Απ’ το σχολείο ακόμα
–Μικρός σαν πετραδάκι–
Τους ζωντανούς από τους νεκρούς


 Άλλωστε εγώ

 Πάντα την αγαπούσα
Την ζωή


 Μέχρι θανάτου
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

ΓΙΑΤΙ;















...Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα... (απόσπασμα)

Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

ΑΝΕΜΟΣ ΑΚΑΤΗΧΗΤΟΣ















Άνεμος ακατήχητος 
ανάβει μνήμη τη σοδειά
στο χωραφάκι του ονείρου
Ανάγκης άκληρος ταξιδευτής
πλέκει υφάδι προσμονή
στης στράτας την άγια μοναξιά,
αρμύρας ίχνημα 
στου πρωιού το σώμα
Πουλιά, αγρίμια
και «περίεργα φυτά» 
ψυχοπλανούν το λόγο του
σε κείμενο αιθυλικό,
απότοκο της χίμαιρας,
μπάσταρδο της Ιθάκης...
Μ.Μ.

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

ΠΑΡΑΠΟΝΟ













Δε σου κράτησα ποτέ κακία. Παράπονο μόνο…
Να ήξερες πόσες νύχτες προσπαθούσα με τη σκέψη μου να επικοινωνήσω μαζί σου…
Να σου στείλω ένα μήνυμα… Κι εσύ δεν άκουγες…
Ξέρεις, ο πονεμένος αποζητά τον ίσκιο ενός ανθρώπου,
για να καθήσει από κάτω, να κουρνιάσει και να κλάψει με την ησυχία του.
Ο πόνος θέλει μια σκέψη.
Ένα καταφύγιο για να καταλαγιάσει. Όταν δεν υπάρχει τίποτα γίνεται πιο σκληρός.
Πιο κοφτερός. Σε παίρνει το κατόπι κι όπου σε βρει σε μαχαιρώνει,
ώσπου να σε ρημάξει…
Τ. ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

ΜΠΡΕΧΤ











«Κάθε πρωί για να κερδίσω το ψωμί μου
στο παζάρι κατεβαίνω που αγοράζουν τα ΨΕΜΑΤΑ
όλος ελπίδα τη θέση μου παίρνω ανάμεσα στους πουλητές»      Μπ. ΜΠΡΕΧΤ

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΘΕΙΣ
















Ναι, δεν έχει να κάνει
με το να βρεις να ξαποστάσεις,
να εγκατασταθείς.
Η εγκατάσταση θέλει βιβλία,
πολλά βιβλία, πολλές ώρες
να τις περνάς με άλλους.
Ενώ η εφευρετικότητα θέλει
λιτά δωμάτια
μία καρέκλα ένα τραπέζι ένα τετράδιο
δύο πουκάμισα, δύο παντελόνια όχι τρία
και καθαρά εσώρουχα
τόσα ώστε να τα χωράς
μεμιάς σ’ ένα σακίδιο μονίμως έτοιμο
για τη φυγή.
Ζητά να απεκδύεσαι το βάρος
γνωστών συντεταγμένων
των εξηγήσεων που τις ακολουθούν
ζητά να διαζευχθείς τα πάντα
βιβλία πιάνα οικογένεια
προς χάριν ενός δωματίου
γυμνού και δίχως πλαίσια.
Τα έπιπλα του νου φτάνουν και περισσεύουν.

                                                                                                ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ ΓΛΥΝΙΑΔΑΚΗ
(από τη συλλογή "Αστικά ερείπια (και αντιπερισπασμοί)", εκδ. Πόλις, 2013)

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

ΕΞΙ ΒΔΟΜΑΔΕΣ












Έξι βδομάδες κιόλας, κι άλλες δεκαπέντε ακόμα
Μέρες ατέλειωτες! Μες στους ανθρώπινους καημούς,
Βέβαια, καημός πικρός ωσάν το χωρισμό δεν είναι!

Γράφεις, σου γράφουν, λες πως αγαπάς, πως σ’ αγαπούνε,
Το βλέμμα, κάθε μέρα, τις κινήσεις, τη φωνή Του πλάσματος φέρνεις στο νου που ’ναι όλη η ύπαρξή σου,
Ώρες μ’ εκείνον μοναχός μιλάς που είναι μακριά.
Μα ό,τι κι αν αισθανθείς κι ό,τι κι αν στοχαστείς και όλα όσα
Μ’ εκείνον πεις που βρίσκεται μακριά σου, είναι όλα αυτά
Άτονα κι άχρωμα και μελαγχολικά πιστά.

Ω! η απουσία! η πιο σκληρή απ’ τις δυστυχίες όλες!
Στις λέξεις και στις φράσεις να ζητάς παρηγοριά,
Στο άπειρο μέσα πλήθος των θλιμμένων στοχασμών σου,
Κι ό,τι θα βρεις, ανούσιο πάντα να ’ναι και πικρό!
Κι ύστερα, να, αιχμηρή και κρύα ωσάν λεπίδι,
Γοργότερη από τα πουλιά, κι από τις σφαίρες πιο γοργή,
Κι απ’ το νοτιά στη θάλασσα κι απ’ τ’ αγριοφύσημά του,
Και μ’ ένα δηλητήριο στην αιχμή θανατερό,
Να, όμοια με βέλος, που έρχεται στο τέλος η Υποψία,
Ξαπολυμένη από την άθλια Αμφιβολία τη βδελυρή.

Μπορεί ποτέ; Ενώ στο τραπέζι ακουμπισμένος,
Το γράμμα της με δάκρυα το διαβάζω εγώ,
Το γράμμα της που όλο για την αγάπη της μου λέει,
Την ώρα εκείνη η σκέψη της να ’ναι δοσμένη αλλού;
Ποιος ξέρει: Ενώ για μένα αργές εδώ και θλιβερές
Κυλούν οι μέρες, σαν ποτάμι μ’ όχθες ξεραμένες,
Ίσως να χαμογέλασε το χείλι της τ’ αγνό;
Ίσως να ’ναι χαρούμενη και να με λησμονάει;

Και μελαγχολικός το γράμμα της ξαναδιαβάζω.

                                                                                   
                                                                ΠΩΛ ΒΕΡΛΑΙΝ

                                                       Μετάφραση: Κλέων Β. Παράσχος

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΜΑΣ ΚΟΥΠΙΑ












Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.
                                                   Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

ΕΛΑ
















Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.


ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ